- ραδιοναυτιλία
- ηκλάδος της ναυτιλίας που χρησιμοποιεί ραδιοηλεκτρικές μεθόδους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραδιοναυτιλία — η, Ν (αεροπορ. ναυτ.) η χρήση ραδιοτεχνικών μέσων κατά την αεροναυτιλία και τη ναυτιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. radionavigation (< λατ. radius «ακτίνα» + navigation «ναυτιλία,… … Dictionary of Greek
ραδιοναυτιλιακός — ή, ό, Ν [ραδιοναυτιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοναυτιλία … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ραδιοκύμα — το, Ν συν. στον πληθ. τα ραδιοκύματα (ραδιοηλ.) ηλεκτρομαγνητικά κύματα με συχνότητες από 10 κιλοχέρτς έως 45 γιγαχέρτς, που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, στις ραδιοτηλεγραφικές, ραδιοτηλεφωνικές, διαστημικές και… … Dictionary of Greek
ραδιόπλευση — η, Ν ναυτ. η ραδιοναυτιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. radionavigation (< λατ. radius «ακτίνα» + navigation «πλους, πλεύση»)] … Dictionary of Greek